εισπνηλος

εισπνηλος
    εἴσπνηλος
    εἴσ-πνηλος
    v. l. εἴσπνιλος и ἴσπνιλος ὅ дор. любовник Theocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εισπνηλος" в других словарях:

  • είσπνηλος — εἴσπνηλος και εἰσπνήλας, ο (Α) αυτός που εμπνέει έρωτα στους έφηβους, εραστής …   Dictionary of Greek

  • Spartan pederasty — Spartan pederasty, the traditional intimate and pedagogic friendship between a man and a boy, a custom held in common with other Dorian tribes, is thought to have either been introduced at the time of the Dorian invasion, around 1200 B.C., or to… …   Wikipedia

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • αΐτας — ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, ιδος) (Α) (λέξη τής δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο) 1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών) 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»